- ξηράνθεμα
- (xeranthemum). Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται διάφορα φυτά, κυρίως ξηρόφυτα, που είναι ικανά να αντιμετωπίσουν την ξηρασία με αποταμίευση νερού στους κλάδους και στις ρίζες τους. Τα ξ. φυτρώνουν και στην Ευρώπη και έχουν συνήθως ποικιλόχρωμα άνθη και φύλλα παχιά, δερματώδη και σκληρά, για να εξασφαλίσουν ακόμα περισσότερη αποταμίευση νερού.
Dictionary of Greek. 2013.